- κοντράλτο
- το1. (στο παρελθόν) η οξύτερη ανθρώπινη φωνή2. μουσ. η χαμηλότερη γυναικεία και παιδική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contralto].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντράλτο — κοντράλτο, το και κοντράλτα, η (λ. ιταλ.), η βαθύτερη από τις γυναικείες φωνές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλειδί ή γνώμονας — (Μουσ.). Συμβατικά σύμβολα μουσικής γραφής, τα οποία προέρχονται από τα γράμματα του λατινικού αλφαβήτου. Τα κ. τοποθετούνται πάντα στην αρχή κάθε πενταγράμμου και, ανάλογα με το σχήμα τους και τη γραμμή του πενταγράμμου πάνω στην οποία είναι… … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
κοντράλτα — η η αοιδός που έχει φωνή κοντράλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contralto] … Dictionary of Greek
ραψωδία — Αρχικά η λέξη σήμαινε μέρος ή απόσπασμα ενός επικού ποιήματος, που έψελναν ή αφηγούνταν στην αρχαία Ελλάδα οι ραψωδοί. Όταν ο όρος ρ. εισήχθη στη νεότερη μουσική, στις αρχές του 19ου αι., με την κίνηση του ρομαντισμού, υποδήλωνε μια σύνθεση, πολύ … Dictionary of Greek
σαξόφωνο — Πνευστό μουσικό όργανο που το εφεύρε το 1840 ο Βέλγος κατασκευαστής μουσικών οργάνων Αντόλφ Σαξ (1814 1894). Συνίσταται από ένα χάλκινο σωλήνα με κωνικό σχήμα, που έχει κλειδιά όπως το όμποε και απλό επιστόμιο όμοιο με του κλαρίνου. Αφού το 1846… … Dictionary of Greek
τενόρος — Λέγεται και οξύφωνος. Η οξύτερη από τις ανδρικές φωνές. Στο επτάκλειδο, που αποτελεί το σύνολο των 7 μουσικών κλειδιών, το κλειδί του τ., μαζί με τα κλειδιά της σοπράνο, της μετζοσοπράνο και της κοντράλτο, περιλαμβάνεται στην κλάση του ντο. Η… … Dictionary of Greek
όμποε — Πνευστό μουσικό όργανο με διπλό καλάμι σαν της πίπιζας, εφαρμοσμένο σε έναν εβένινο σωλήνα που φαρδαίνει σε σχήμα καμπάνας· σε αυτόν προσαρμόζουν τα κλειδιά. Η ονομασία προέρχεται από τα γαλλικά hautbois (ψηλό ξύλο) που προσδιόριζε το όργανο αυτό … Dictionary of Greek
Μαλιμπράν, Μαρία ντε λα Φελιθιντάντ — (Maria de la Felizidad Malibran, Παρίσι 1808 – Μάντσεστερ 1836). Ισπανίδα λυρική τραγουδίστρια. Σπούδασε με τον πατέρα της, τον τραγουδιστή και συνθέτη Μανουέλ Γκαρθία, έκανε την πρώτη της εμφάνιση το 1825 στο Λονδίνο με τον Κουρέα της Σεβίλλης… … Dictionary of Greek
Μπουλέζ, Πιερ — (Pierre Boulez, Μονμπριζόν, Λουάρ 1925 –). Γάλλος συνθέτης και αρχιμουσικός. Άρχισε με σπουδές μαθηματικών για να αφιερωθεί, γύρω στα δεκαέξι του χρόνια ολοκληρωτικά στη μουσική, έχοντας ως δάσκαλο τον Oλιβιέ Μεσιάν και κερδίζοντας το πρώτο… … Dictionary of Greek